- απόκοντα
- κ. αποκοντά επίρρ.1. (για στάση) κοντά, πλησίον2. (για κίνηση) κατά πόδας («τον πήρε απόκοντατον παρακολούθησε επίμονα).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
απόκοντα — επίρρ. τροπ., από κοντά: Τον πήρε απόκοντα και τον είδε πού πήγε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αντικόβω — κ. κόφτω κ. σκόφτω (Α ἀντικόπτω, Μ ἀντικόφτω, σκόφτω) 1. διακόπτω κάποιον που μιλά, τον σταματώ για να μιλήσω εγώ 2. δημιουργώ προσκόμματα, εμποδίζω μσν. νεοελλ. διακόπτω αρχ. 1. αντικρούω, απωθώ, αντιστέκομαι 2. προβάλλω αντιρρήσεις 3. πνέω… … Dictionary of Greek